Εφέτος, που εορτάζεται το έτος Καβάφη και το Μετρό έχει γιομίσει
από στίχους του με πρωτοβουλία της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών ( αλήθεια πόσο
άκομψοι φαντάζουν μέσα σε αυτούς τους χώρους), θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς αν
ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε καμία σχέση
με τα μέρη μας;
Πολύ απίθανο ακούγεται, αυτός, ένας Αλεξανδρινός, να έχει επαφή με τους τόπους τους δικούς μας!
Πολύ απίθανο ακούγεται, αυτός, ένας Αλεξανδρινός, να έχει επαφή με τους τόπους τους δικούς μας!
Όμως, όσο και περίεργο να ακούγεται, ο Κ. Καβάφης είχε
γνωρίσει τα μέρη μας και μάλιστα είχε ενθουσιαστεί. Το ανακαλύπτω αυτό μέσα από
το αρχείο Καβάφη όπως δημοσιεύθηκε από τον Γιώργο Σαββίδη ( καθηγητή μου στο
πανεπιστήμιο ). Το καλοκαίρι του 1901
λοιπόν ο Κ. Καβάφης επισκέπτεται για
πρώτη φορά την Ελλάδα μαζί με την αδελφό του Αλέξανδρο αλλά στην επιστροφή τους δεν βρίσκουν καράβι απευθείας για
Αλεξάνδρεια, οπότε αναγκάζονται να ταξιδέψουν με το τρένο μέχρι την Πάτρα και
από εκεί με πλοίο να φθάσουν στη Νάπολη
από όπου υπήρχε γραμμή για Αλεξάνδρεια. Στο
ταξίδι αυτό, ο Καβάφης κρατάει ημερολόγιο όπου σημειώνει όλες τις εντυπώσεις του. Στη διαδρομή μέχρι την Πάτρα το τρένο κάνει μια μεγάλη στάση στο
Διακοφτό οπότε ο Καβάφης με τον αδελφό του επωφελούνται να κάνουν μια μεγάλη
βόλτα γνωριμίας με τον τόπο και το πιο πιθανό είναι ότι παίρνουν κατά μήκος και τις γραμμές του
Οδοντωτού και ανεβαίνουν μέχρι ενός σημείου μέσα στο φαράγγι του Βουραικού όπου ο Καβάφης ενθουσιάζεται από το τοπίο και
απερίφραστα σημειώνει ότι είναι από τα
ωραιότερα θεάματα που είδε ποτέ. (!).
Είναι Ιούλιος του 1901. Το βρίσκει το φαράγγι, το δάσος και τα βουνά εξαίσια. Μπορούμε να εικάσουμε ότι στις αρχές του αιώνα το τοπίο αυτό όντας ακόμα παρθένο, είναι μοναδικό. Αυτό σαγηνεύει τον Καβάφη σε μεγάλο βαθμό. Έτσι, από όλα τα μέρη που ο Καβάφης έχει επισκεφτεί στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, για αυτό το μέρος, αφιερώνει τα καλύτερα λόγια. Ας δούμε όμως, το μικρό απόσπασμα από το ημερολόγιο του που αναφέρεται σε αυτή την επίσκεψη
« 29 Ιουλίου 1901. …. Η φύση γύρω από το Διακοφτό
παρουσιάζει ένα από τα ωραιότερα θεάματα που είδα ποτέ μου- τα φαράγγια, οι
ρεματιές, τα ωραία βουνά, το δάσος, όλα είναι
εξαίσια»
Πιστεύω περιττεύουν άλλα σχόλια όταν μάλιστα η
οξυδέρκεια του Κ. Καβάφη μας είναι
γνωστή.
Σπύρος Γκρίντζος
Συνεχίζοντας,
Στο αφιέρωμα εγώ θα προσθέσω ένα επικαιροποιημένο ποίημα του.
«Περιμένοντας τους Βαρβάρους»
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη είναι ένα ψευδοϊστορικό ποίημα, από τα δημοφιλέστερα του ποιητή, με το οποίο δίνεται με συμβολικούς όρους η ανάγκη επιστροφής σε μια απλούστερη μορφή διαβίωσης, καθώς και η ανάγκη αναστροφής του κλίματος πλήξης και αδιαφορίας που συχνά πλήττει τις κοινωνίες, που έχοντας φτάσει στο ζενίθ της ανάπτυξής τους, οδηγούνται αναπόφευκτα στην παρακμή.
Το ποίημα έχει έντονα στοιχεία θεατρικότητας, μιας και είναι βασισμένο σ’ ένα διάλογο που οδηγείται σταδιακά σε μια κλιμάκωση της αγωνίας και της αναμονής, για να καταλήξει απότομα στη διάψευση της προσδοκίας. Επιπλέον, ο ποιητής μας παρουσιάζει το χώρο αλλά και τα πρόσωπα που κινούνται σε αυτόν, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση πως παρακολουθούμε μια παράσταση. Η θεατρικότητα, συμβάλλει ώστε το περιεχόμενο του ποιήματος να δοθεί παραστατικότερα και με περισσότερη ζωντάνια, καθιστώντας έτσι το ποίημα πιο ενδιαφέρον.
Ο χώρος όπου διαδραματίζονται τα αναφερόμενα γεγονότα είναι η αγορά μιας πόλης που δεν κατονομάζεται, και παρόλο που ο ποιητής μας παραπέμπει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την αναφορά στη Σύγκλητο, τους υπάτους και τους πραίτορες, επί της ουσίας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποια είναι η πόλη αυτή και σε ποια χώρα ανήκει, καθώς το ποίημα είναι αμιγώς συμβολικό και τα σημάδια παρακμής που καταγράφει μπορούν να παρουσιαστούν σε οποιαδήποτε κοινωνία και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Τα πρόσωπα που συνδιαλέγονται παραμένουν ανώνυμα και αφανή, καθώς η ταυτότητά τους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη του ποιήματος. Εκείνο που έχει σημασία είναι η κλιμάκωση στις αντιδράσεις της πολιτείας καθώς η αγωνία για την έλευση των Βαρβάρων επιτείνεται.
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Το ποίημα ξεκινά με μια ερώτηση που μας παρουσιάζει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην πολιτεία. Όλοι έχουν μαζευτεί στην αγορά και περιμένουν, καθώς σήμερα είναι να φτάσουν οι βάρβαροι.
Οι πολίτες περιμένουν στην αγορά, στο κέντρο της πόλης, και όχι στα τείχη ή σε κάποιες αμυντικές θέσεις, γεγονός που υποδηλώνει πως δεν προετοιμάζονται για κάποια πολεμική σύγκρουση, αντιθέτως, περιμένουν απλώς την έλευση των βαρβάρων.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
Η αίσθηση που δημιουργούν οι εισαγωγικοί στίχοι ότι οι πολίτες απλώς περιμένουν τον ερχομό των βαρβάρων, ενισχύεται με την αναφορά στην απραξία των Συγκλητικών. Οι νομοθέτες της πολιτείας έχουν παύσει τις εργασίες τους, καθώς οι βάρβαροι θα αναλάβουν το έργο αυτό, όταν έρθουν.
Η πολιτεία, επομένως, όχι μόνο περιμένει τους βαρβάρους, αλλά σκοπεύει να τους παραδώσει αμαχητί τις εξουσίες της. Οι νομοθέτες πρόθυμα θα παραχωρήσουν την εξουσία τους στους ξένους που θα έρθουν, αφήνοντας σε αυτούς το σημαντικό έργο του νομοθετικού λειτουργήματος.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
Η διάθεση παραίτησης και υποταγής που γίνεται αισθητή από τη στάση των πολιτών και των Συγκλητικών, επικυρώνεται κι από την πρόθεση του αυτοκράτορα να παραδώσει στους βαρβάρους μια σειρά τίτλων και εξουσιών.
Ο αρχηγός του κράτους, προτίθεται με κάθε επισημότητα να δώσει στους βαρβάρους τον έλεγχο της πολιτείας, εκφράζοντας τη βαθύτερη διάθεση παραίτησης που διατρέχει όλη την κοινωνία, από τους πολίτες μέχρι τον ανώτατο άρχοντα.
Η κοινωνία αυτή έχοντας φτάσει στο μέγιστο σημείο εξέλιξης, βρέθηκε τελικά σε μια κατάσταση αποτελμάτωσης, σ’ ένα οριακό σημείο όπου δεν έχει πλέον τρόπο να προχωρήσει παραπέρα. Οι πολίτες δεν βλέπουν άλλα περιθώρια εξέλιξης και δεν έχουν πια καμία επεκτατική ή μαχητική διάθεση. Έχουν παραδοθεί σε μια διάθεση αδράνειας και πλήξης, απ’ όπου η μόνη επιλογή δεν είναι πια η περαιτέρω ανάπτυξη αλλά η επιστροφή σε μια προγενέστερη βαθμίδα. Η πολιτεία δεν μπορεί πια να διεκδικήσει κάτι περισσότερο, καθώς έχει καθηλωθεί στο ανώτατο σημείο που μπορούσε να φτάσει και βρίσκεται τώρα στο σημείο να περιμένει ανυπόμονα τον ερχομό των βαρβάρων, τον ερχομό μιας ομάδας ανθρώπων που βρίσκεται σε κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης, προσδοκώντας από αυτούς τη δυνατότητα της ανανέωσης, έστω κι αν η ανανέωση αυτή για να επέλθει θα σημάνει την παράδοση όσων μέχρι τώρα απέκτησαν. Οι βάρβαροι συμβολίζουν τη βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων για τη λυτρωτική επιστροφή σε μια κατάσταση όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απλούστερες. Η μεγάλη εξέλιξη της πολιτείας περιέπλεξε τους όρους διαβίωσης και συνύπαρξης, καθιστώντας κουραστική και πολυσύνθετη την κοινωνική τους ύπαρξη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν πια τη διάθεση να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία και θέλουν μια ριζική απλοποίηση. Μια απλοποίηση που μόνο οι βάρβαροι μπορούν να τους την προσφέρουν.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
Οι βάρβαροι βρίσκονται ακόμη στο σημείο όπου η λάμψη των πολύτιμων λίθων και των κοσμημάτων τους θαμπώνει και τους προκαλεί ευχαρίστηση. Οι βάρβαροι δε διαθέτουν κανένα ουσιαστικό επίπεδο ανάπτυξης, γι’ αυτό και οι πολίτες τους περιμένουν ανυπόμονα, ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να γυρίσουν στην εποχή όπου η λάμψη ενός πολύτιμου λίθου μπορούσε να τους εντυπωσιάσει.
Η αναφορά του ποιητή στην απλότητα με την οποία οι βάρβαροι αντιμετωπίζουν τον κόσμο, έρχεται σε αντιδιαστολή με την κατάσταση που επικρατεί στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι δεν βρίσκουν πλέον πουθενά ικανοποίηση και όλα πρέπει να γίνονται ολοένα και πιο εντυπωσιακά για να τους προκαλέσουν αίσθηση. Ένας βασικός δείκτης για την παρακμή μιας κοινωνίας είναι η αδυναμία των μελών της να αντλήσει ευχαρίστηση από τα απλά στοιχεία που έχει να προσφέρει η ζωή. Όταν οι άνθρωποι αναζητούν όλο και πιο βίαια, όλο και πιο εντυπωσιακά θεάματα για να ικανοποιηθούν, τότε έχουν χάσει την πολύτιμη δυνατότητα να απολαμβάνουν τη ζωή στην απλότητά της.
Η πολιτεία του ποιήματος, βρίσκεται επομένως στο σημείο αυτό, όπου τίποτε δεν τους εντυπωσιάζει πια, τίποτε δεν μπορεί να τους λυτρώσει από την ανία και την αδιαφορία τους, γι’ αυτό κι επιθυμούν να γυρίσουν στο πρωταρχικό επίπεδο, όπου ένα γυαλιστερό πετράδι αρκούσε για να τους προκαλέσει ενθουσιασμό.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
Οι λόγοι των ρητόρων, οι δημόσιες αγορεύσεις στην αγορά, ο διάλογος, αλλά και ο αντίλογος, τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τη δημοκρατική διάσταση του πολιτεύματος, προκαλούν ανία στους βαρβάρους. Οι βάρβαροι δεν έχουν φτάσει στο επίπεδο εκείνο όπου οι πολίτες μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους και μπορούν να επικρίνουν τις αποφάσεις της ηγεσίας. Οι βάρβαροι βρίσκονται ακόμη στο επίπεδο όπου ο λόγος του ενός, του ισχυρότερου, αποτελεί νόμο για όλους τους υπόλοιπους.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Η διάψευση των προσδοκιών επέρχεται απότομα, αλλά όχι απροσδόκητα, καθώς η επιθυμία των πολιτών για επιστροφή σε μια προγενέστερη κατάσταση διαβίωσης, η επιθυμία τους να αποποιηθούν διαμιάς όσα μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει με κόπο, ήταν εμφανώς ουτοπική. Βάρβαροι δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχει η δυνατότητα στις εξελιγμένες κοινωνίες και στις κοινωνίες που παρακμάζουν να επιστρέψουν έτσι απλά σε μια πρωτογενή βαθμίδα ανάπτυξης, για να μπορέσουν να φτιάξουν τα πάντα από την αρχή. Τα λάθη στην οργάνωση, όπως και η παρακμή από ένα σημείο και μετά, είναι στοιχεία σύμφυτα σε κάθε κοινωνία και δεν μπορούν να αποφευχθούν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Οι στίχοι που κλείνουν το ποίημα, απέκτησαν αποφθεγματική αξία, καθώς εκφράζουν επιγραμματικά την απογοήτευση των πολιτών για την ανυπαρξία των βαρβάρων και για τη διάψευση της προσδοκίας τους, ότι θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την κατάσταση πλήξης και παρακμής που είχαν περιέλθει.
Το ενδιαφέρον στη διατύπωση των στίχων αυτών είναι το γεγονός πως οι βάρβαροι δεν θεωρήθηκαν ποτέ η μοναδική λύση για την πολιτεία, οι βάρβαροι ήταν απλώς «μια κάποια λύσις». Οι πολίτες περίμεναν τους βαρβάρους ως μια επιλογή για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, οπότε το γεγονός ότι οι βάρβαροι δεν υπάρχουν, δεν τους οδηγεί σε απόλυτη απελπισία, τους αναγκάζει απλώς να αναζητήσουν μια διαφορετική λύση.
Το ποίημα Περιμένοντας τους Βαρβάρους, όπως μας επισημαίνει ο ίδιος ο ποιητής, δεν έχει εφαρμογή μόνο σε επίπεδο κοινωνίας, αλλά και σε ατομικό επίπεδο, καθώς εκφράζει την ανάγκη που αισθάνονται κάποτε οι άνθρωποι που έχουν γεμίσει τη ζωή τους με υποχρεώσεις κι ευθύνες, να επιστρέψουν σε μια πρότερη κατάσταση όπου η ζωή ήταν ανέμελη, χωρίς ευθύνες και όπου ο άνθρωπος μπορούσε πραγματικά να απολαύσει την κάθε στιγμή. Μια παρόμοια ανάγκη έχουν και οι πνευματικοί άνθρωποι που έχουν περάσει τη ζωή τους μελετώντας, και θέλουν κάποτε να γυρίσουν σε μια κατάσταση απλότητας και άγνοιας, όπου κάθε τι μοιάζει νέο και ανεξερεύνητο, σε μια κατάσταση δηλαδή όπου μπορούν να νιώσουν ξανά την έκπληξη μπροστά στα μυστήρια της ζωής.
Βιογραφία
Κωνσταντίνος Καβάφης (1863 – 1933)
Ποιητής της ελληνικής διασποράς, με παγκόσμια ακτινοβολία.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της
Αιγύπτου στις 17 Απριλίου
1863 (29 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του μεγαλέμπορου βαμβακιού Πέτρου-Ιωάννου Καβάφη, με
καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του είχε ζήσει στην Αγγλία και
ήταν κάτοχος βρετανικού διαβατηρίου.
Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά
του, στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, μέσα σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον με Γάλλο
παιδαγωγό και Αγγλίδα τροφό. Με τον θάνατο του πατέρα του το 1870 αρχίζει η
παρακμή της οικογένειάς του. Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του Χαρίκλεια Καβάφη
(το γένος Φωτιάδη) υποχρεώνεται να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να μετακομίσει
με τα παιδιά της, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Λίβερπουλ.
Στα έξι χρόνια της διαμονής του στην Αγγλία ο νεαρός
Κωνσταντίνος θα μάθει σε βάθος την Αγγλική γλώσσα και θα καλλιεργήσει την
έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα. Το 1878 η οικογένειά του αντιμετωπίζει εκ
νέου οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της Κρίσης του 1873 και επιστρέφει στην
Αλεξάνδρεια. Ο δεκαπενταετής Κωνσταντίνος μελετά κατ’ οίκον και το 1881
συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό λύκειο Ο Ερμής, που ιδρύεται
εκείνη τη χρονιά από τον Κωνσταντίνο Παπαζή.
Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά του θα μετακομίσει εκ
νέου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών
στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων. Ο αγγλικός στόλος
βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια και η οικία Καβάφη γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Η
οικογένειά του θα φιλοξενηθεί επί τριετία από τον παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.
Την περίοδο της
παραμονής του στην Πόλη εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του
στην ποίηση. Η ατμόσφαιρα και το τοπίο της φαίνεται να τον εμπνέουν και αυτό
διαπιστώνεται στα ποιήματά του Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884), Dünya
Güzeli (1884), Νιχώρι (1885) και το πρώτο του πεζό Μια νυξ στο
Καλντέρι (1884).
Πάντως, το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του
γράφτηκε το 1882. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο Constantipoliad-En
Epic (Κωνσταντινοπουλιάς - Ένα έπος), στο οποίο περιγράφονται οι
προετοιμασίες για την αναχώρηση της οικογένειας από την Αλεξάνδρεια, το
πολεμικό κλίμα των ημερών εκείνων και το ταξίδι ως την Κωνσταντινούπολη.
Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια,
μαζί με τη μητέρα του και τα δυο αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν
αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι
να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως
δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889
προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το
1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922,
φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.
Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά για τον Καβάφη.
Εκδίδει το πρώτο αξιόλογο ποίημά του (Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από
τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του (Ολίγα περί στιχουργίας, Ο
Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής
και δύο κείμενα για τα Ελγίνεια).
Από το 1893 έως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από
τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη
(1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την
εφημερίδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος
Τσοκόπουλος τον χαρακτηρίζει «Σκεπτικιστής, φιλοσοφικός, μελαγχολικός, με
ειρωνική πικρία». Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο.
Το 1899 φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Χαρίκλεια, την
οποία υπεραγαπούσε. Είχαν προηγηθεί οι θάνατοι του παιδικού του φίλου Μικέ
Ράλλη (1889), του αδελφού του Πέτρου-Ιωάννη (1891) και του παππού του Γεωργάκη
Φωτιάδη (1896).
To 1901 ταξιδεύει για
πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους
ομοτέχνους του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του
αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής
στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου
της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το
ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική
παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό. Το 1904 θα γράψει ένα από τα
σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Το 1905
επισκέπτεται για τρίτη φορά την Αθήνα για την κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου.
Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού
Λέψιους 10, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, δημιουργώντας το
σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο
διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας από την Ελλάδα
και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρό, ο Νίκος
Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης και η Μυρτιώτισσσα.
Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη.
Το 1914 γνωρίζεται με τον σπουδαίο Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν
Φόρστερ και συνδέεται μαζί του με φιλία. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φόρστερ θα
συστήσει τον Καβάφη στο αγγλικό κοινό.
Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κατ’
άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως μετέπειτα γενικό
κληρονόμο του. Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για
να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το
μισητό πράγμα», γράφει κάπου. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή
αδελφός του, ο Τζον Καβάφης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής
του έργου του.
Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου
του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται,
υποστηρίζοντας ότι «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό
και το κρατώ». Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του. Οι γιατροί
διαπιστώνουν καρκίνο. Ο Καβάφης δεν μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται
σε τραχειοτομία στην Αθήνα.
Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του
διαρκώς να χειροτερεύει. Στις αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό
Νοσοκομείο και στις 2 το πρωί της 29ης Απριλίου ο ποιητής
αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών.
Αυτοβιογραφικό
σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη
Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά
εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα,
και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν
επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα
και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην
Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου
εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το
υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα
Ιταλικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου