Τί φωνές κι αντάρα στο
μικρό χωριό μας!
Τρέχουν, τρέχουν όλοι στο
μεγάλο δρόμο
το θεριὀ να ιδούνε.
Ξέσπασε η βουή του κεί
ψηλά στη ράχη.
Γύρω του σηκώνει σύννεφο
τη σκόνη.
Μπρός έχει απλωμένη μιά
πλατιά δαγκάνα.
Τρίζει και καπνίζει, σα
θεριό μουγκρίζει!
Μια φαρδιά αλυσίδα στρώνει
και ξεστρώνει,
τα χαλίκια λιώνει.
Ένα παλικάρι -δέστε τί
καμάρι!-
με δυό σιδερένια μπράτσα
το φρενάρει.
Νά το που ζυγώνει... Τι
’ναι τούτο, Θέ μου,
σκούζει και γαζώνει!
Όλοι αναμεριάζουν,
τα παιδιά φωνάζουν και
το τριγυρίζουν.
Κότες και κοκόρια τό
’βαλαν στά πόδια,
τα σκυλιά γαυγίζουν.
Τα δεμένα ζά μας όρθωσαν
τ΄αυτιά τους,
σπάσαν τα σκοινιά
τους.
Κι οι γερόντοι ακόμα με
τα μαγκουράκια
βγήκαν στα σοκάκια.
Μια γριά γριούλα έλεγε
το βράδυ:
«Τούτο είναι, παιδιά
μου, σατανά σημάδι».
Και τα παιδαρέλια: «άχ,
γιαγιά γιαγούλα»,
τό ’σκασαν στά γέλια.