Ήτανε
νύχτα θεοσκότεινη. Ένα ολόμαυρο, πελώριο σύννεφο με φοβερή κοιλιά σερνότανε
πάνω στη φοβισμένη γη. Κι ούτε μια τρυπίτσα για να ξεφύγει το βλέμμα προς τον
ουρανό, ούτ’ ένα αστἐρι , ούτ’ ένα φώς. Από τη μικρή , θαλασσόπληκτη αυτή ξέρα
που κατοικούμε, υψώθη ξαφνικά, έσχισε τα σκοτάδια και χάραξε πύρινη κι ολόφωτη
τροχιά ένας εκπληκτικός πύραυλος. Το «ΟΧΙ» τῆς Ελλάδος στον εισβολέα.
Εκατομμύρια μάτια σηκώθηκαν κατά το θόλο, που ο πύραυλος στάθηκε κατακόρυφος,
παράξενο, πολύτιμο μετέωρο, που καταύγαζε το στερέωμα. Εκατομμύρια ψυχές, σκυμμένες,
μαζεμένες, ανάβλεψαν με λαχτάρα. Και τα παγερά δεσμά τοῦ τρόμου λύθηκαν. Και τα
στήθη άρχισαν ν’ ανασαίνουν.
Η ευρωπαϊκή ανθρωπότης είχε ως τα τώρα, στην ιστορία της, πολλές στιγμές
μεγάλου ξεπεσμοῦ. Αυτό που ονομάζουμε πρόοδο, ηθικές προ πάντων κατακτήσεις,
ηθική άνοδο τοῦ ανθρώπου, δεν πάει οὒτε μ’ ευθεία, οὒτε με καμπύλη: είναι μιά
τεθλασμένη, που κατεβαίνει σε φοβερά Ναδίρ, για να τιναχθεῖ στα πιο απίστευτα
Ζενίθ. Ο σημερινός ξεπεσμός τοῦ ανθρώπου είναι από τούς πιό θλιβερούς. Ο
υλισμός, που αλώνιζε την Ευρώπη επί δεκαετίες, είχε μπολιάσει βαθιά τις
ψυχές, είχε αποσυνθέσει κάθε πίστη, είχε διαλύσει κάθε γενναῖο
αίσθημα, είχε διαποτίσει τα πνεύματα, είχε ναρκώσει κάθε δυνατή σκέψη
και είχε καλλιεργήσει μια φρενιασμένη τάση πρός τη φιλοζωΐα και την απόλαυση.
Με μιά λέξη: είχε προετοιμάσει τούς λαούς για τη σκλαβιά. Πουθενά δεν
μπόρεσε να σταθεῖ όρθια η ψυχή, ν’ αντιτάξει την ηρωϊκή θέληση, την απόφαση τῆς
θυσίας, στο ατσάλι τῆς μηχανοκινήτου βίας.
Έθνη που τα πιστεύαμε μεγάλα, λύγισαν, το ένα μετά το άλλο, σαν τα πιο
αδύνατα καλάμια. Κράτη που τα θεωρούσαμε ανίκητα, συντρίφτηκαν σαν αθύρματα. Χώρες
που τις νομίζαμε λαμπρά προστατευμένες, πατήθηκαν. Λαοί, που τους είχαμε για
ευγενεῖς και υπερήφανους, δοκίμασαν τις μεγαλύτερες ταπεινώσεις και τους
απαισιώτερους εξευτελισμούς. Από τις χιονισμένες περιοχές της Σκανδιναβίας κι
από τη Βαλτική ως τις ηλιόλουστες ακρογιαλιές τῆς Μεσογείου, όπου και να
γυρίσετε το μάτι, δεν αντικρίζετε παρά τη σκλαβιά.
Μέσα σ’ αυτή την άγρια νύχτα, που είχε συνθλίψει τον κόσμο, τινάχτηκε, για
να διαλύσει τα σκοτάδια, ο πύραυλος τῆς Ελληνικῆς αντιστάσεως. Το φῶς του
έρχεται από πολύ μακριά. Έρχεται από τούς Μαραθώνες και τις Σαλαμίνες, που
σήκωσαν κατά τῶν κυμάτων τῆς βαρβαρότητος τον ηρωϊσμό τοῦ ελευθέρου ανθρώπου. Έρχεται
από τις επάλξεις του Βυζαντίου, όπου συντρίφτηκαν τα κύματα τῶν Αράβων. Έρχεται
από το Εικοσιένα, που έδωσε το μέγα σύνθημα τῆς εθνικῆς αποκαταστάσεως τῶν λαῶν
σε μιά Ευρώπη αντιδραστική, σκλαβωμένη, σαν τη σημερινή. Είναι ο αιώνιος
πύραυλος, που υψώνεται σ’ όλες τις επικίνδυνες στιγμές της λιποψυχίας τῶν
ανθρώπων, που υψώνεται πάντα από το δικό μας έθνος – για να δείξη στόν κόσμο το
δρόμο τῆς σωτηρίας. Κι όταν αυτός φωτίστηκε μιά φορά, το τέλος δεν μπορεῖ να
είναι αμφίβολο: οι αλυσίδες θα σπάσουν κι ο κόσμος θ’ αποδοθεῖ στό φυσικό
στοιχεῖο της ζωῆς – την ελευθερία.
Άρθρο
στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 1940 –Αποσταλμένο από τον συμπατριώτη μας Θεόδωρο Αντωνόπουλο
Σπύρος
Μελάς (Ναύπακτος 1885 –
Αθήνα 1966) Το 1935 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνῶν. Πολυγραφότατος. Τα γραπτά
του έχουν ακρίβεια και ενέργεια. Το ύφος του είναι υψηλό, με θαυμαστές
εμπνεύσεις, έξαρση ιδεών συναισθηματική δύναμη και λεκτικό πλοῦτο. Έγραψε:
διηγήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, κριτικές τέχνης τοῦ λόγου και τοῦ
θεάτρου, θεατρικά έργα. Διακρίθηκε για τις ιστορικές βιογραφίες (Κολοκοτρώνη,
Μιαούλη, Παπαφλέσσα, κ.ἂ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου