Στην αθανασία πέρασε ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης, καθώς
έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών.
Ο
τελευταίος μεγάλος των Ελλήνων.
Άφησε κληρονομιά στον ελληνικό λαό την αξία του τεράστιου έργου
του και παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές την αγωνιστική του στάση και την
τόλμη του ως πνευματικού ανθρώπου. Υπήρξε ο πρώτος που σήκωσε ανάστημα στην
Δικτατορία του 1967.
Μας δίδαξε στον υψηλότερο
βαθμό, τί σημαίνει Υπερηφάνεια και Αξιοπρέπεια.
Δύο έννοιες που πρέπει
να ξαναανακαλύψουμε, γιατί τις χάσαμε.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει όλων των ειδών μουσικής, από όπερες,
συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα και χορωδιακή
εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο
λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα. Το έργο του μπορεί να διακριθεί σε τρεις
κύριες περιόδους: Στην πρώτη περίοδο (1937-1960) συνθέτει έργα συμφωνικά και
μουσικής δωματίου σύμφωνα με δυτικοευρωπαϊκές μορφές και σύγχρονες τεχνικές,
στη δεύτερη περίοδο (1960-1980) επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με
λαϊκά όργανα και δημιουργεί νέες φόρμες με βάση τη φωνή, ενώ από το 1981
επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με την όπερα.
Η μελοποίηση ποιημάτων έχει θεωρηθεί ως ο «κεντρικός πυλώνας της
δημιουργικότητάς του», όπως έχει πει η ερμηνεύτρια Νένα Βενετσάνου. Εκεί οι
ποιητές παρελαύνουν: Άγγελος Σικελιανός, Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης,
Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης Αναγνωστάκης, αλλά και Πάμπλο Νερούδα,
Λόρκα, Μπέρναρντ Μπίαμ. Οι στίχοι τους γίνονται έτσι προσιτοί στο ευρύ κοινό,
πλαισιώνοντας λαϊκά τραγούδια που θέτουν θεμελιώδεις αξίες και σταθερές στη
σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία.
Ο ίδιος εξάλλου, όταν ήταν κρατούμενος στις
φυλακές Ωρωπού, έγραφε: «Εν αρχή ήν ο λόγος….η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι
να υπηρετήσω πιστά τη νεοελληνική κυρίως ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε
ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική σε άλλο
κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική». Ο Μίκης Θεοδωράκης
ουσιαστικά δημιούργησε το κίνημα της Μελοποιημένης Ποίησης, συμβάλλοντας στην
ανάδυση μιας πλειάδας ποιητών και στην αναβάθμιση του τραγουδιού. Συγχρόνως,
βοήθησε μια ολόκληρη γενιά να αποκτήσει τον δικό της λόγο.
Η φήμη του ξεπέρασε από νωρίς τα σύνορα της
χώρας. Συνέθεσε τον πιο αναγνωρίσιμο, ίσως, ελληνικό
ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι από την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς» (1964), ενώ τραγούδια
του ερμηνεύτηκαν από διάσημους καλλιτέχνες, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιάφ.
Επένδυσε μουσικά γνωστές ταινίες, όπως το «Ζ» (1969), που τιμήθηκε με το
βραβείο BAFTA πρωτότυπης μουσικής, η «Φαίδρα» (1962), με τραγούδια σε στίχους Νίκου
Γκάτσου και «Σέρπικο» (1973), για τη μουσική της οποίας ήταν υποψήφιος για Grammy το 1975 (το ίδιο βραβείο διεκδίκησε και για τη μουσική του «Αλέξη Ζορμπά»
το 1966).
Παράλληλα, από πολύ νέος ανέπτυξε πλούσια
αντιστασιακή και πολιτική δράση, ενώ με ποικίλες παρεμβάσεις, βιβλία και
συνεντεύξεις παρέμεινε ενεργός ως το τέλος της ζωής του.
Ποιος ήταν ο σπουδαίος
Μίκης Θεοδωράκης
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο
στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας
του ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, γι’ αυτό πέρασε τα παιδικά του χρόνια
μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από τη Μυτιλήνη, τη Σύρο και την
Αθήνα έως τα Ιωάννινα, το Αργοστόλι, την Πάτρα, τον Πύργο και την Τρίπολη. Τα
πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν οι ψαλμωδίες της ορθόδοξης εκκλησίας, στις
οποίες έπαιρνε μέρος σαν ψάλτης.
Τη διετία 1937-1939 πήρε τα πρώτα μαθήματα
βιολιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια, συνθέσεις οι
οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη, τους
οποίους έβρισκε άλλοτε στα σχολικά βιβλία και άλλοτε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού
του. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας
το έργο του «Κασσιανή» και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών.
Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους
Ιταλούς και βασανίζεται.
Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου το 1943 ξεκινάει
μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και γνωρίζεται με την έντεχνη ευρωπαϊκή
μουσική. Ως εκείνη την εποχή, έχει επηρεαστεί από τη βυζαντινή μουσική, έχει
σχηματίσει χορωδία και έχει συνθέσει τραγούδια και κομμάτια για βιολί και
πιάνο. Παράλληλα αναπτύσσει αντιστασιακή δράση. Εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και το
1944 γίνεται γραμματέας εκπολιτισμού. Τον ίδιο χρόνο εντάσσεται στον εφεδρικό
ΕΛΑΣ Αθηνών και λαμβάνει μέρος σε μάχες κατά των Γερμανών και των Ταγμάτων
Ασφαλείας, καθώς και στα Δεκεμβριανά. Λόγω των προοδευτικών του ιδεών,
καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην
Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Το 1947 εξορίζεται στην
Ικαρία και ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Μακρόνησο, από την οποία
απολύεται τον Αύγουστο του 1949.
Εξαιτίας της πολιτικής του δράσης και των
διώξεων που υπέστη καθυστέρησε να πάρει το δίπλωμά του από το Ωδείο στην
αρμονία, την αντίστιξη και τη φούγκα, γεγονός που συνέβη το 1950. Από το 1954
μέχρι το 1957, σπούδασε στο Παρίσι με υποτροφία και συνέγραψε τις τρεις
μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν επιτυχία στη γαλλική
πρωτεύουσα και στο Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους
Τύραννος». Το 1957 λαμβάνει το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας για την
«Πρώτη Συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα».
Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήδη από το
Παρίσι είχε πάρει τις μεγάλες μουσικές αποφάσεις του. Διαφωνώντας ριζικά με τις
νέες τάσεις και φορτωμένος συναισθηματισμό, λυρισμό και παράδοση, συνέθεσε το
1958 τον «Επιτάφιο», σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, έργο που έμελλε να επηρεάσει
σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Το «Άξιον εστί» θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο
του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει «λαϊκό ορατόριο – μετασυμφωνικό»,
χαρακτηρισμός που δηλώνει «όχι τόσο την χρονική απόσταση όσο την ποιοτική
διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την νεοελληνική μουσική τέχνη». Έμπνευσή του
είναι η ποίηση του Ελύτη, αλλά και το δημοτικό τραγούδι, ενώ πολλά είναι τα
νεωτεριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν το έργο, όπως η ταυτόχρονη παρουσία
αφενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφετέρου της κλασικής
και της λαϊκής ορχήστρας.
Το 1963 ιδρύει μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη
Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ’ όλη την Ελλάδα
προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής
μουσικής. Στο μεταξύ, συνεχίζει την πολιτική του δράση. Γίνεται ιδρυτικό μέλος
της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος
(1964-67), ενώ το 1963 συλλαμβάνεται επειδή έλαβε μέρος στην 1η Μαραθώνια
Πορεία Ειρήνης και ενώ ήταν ήδη γνωστός ως συνθέτης και μάλιστα με μεγάλη
δημοτικότητα.
Το 1964 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής της
ΕΔΑ στη Β’ εκλογική περιφέρεια Πειραιά και, ένα χρόνο αργότερα, μέλος της
Εκτελεστικής Επιτροπής του ίδιου κόμματος. Το 1967, η δικτατορία των
συνταγματαρχών απαγορεύει την εκτέλεση, την πώληση και την ακρόαση των
τραγουδιών του. Την ίδια χρονιά (1967) γίνεται ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής
οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ) και λόγω της δράσης του
συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό
Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το
νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την
οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας και, τέλος, το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό
το διάστημα συνθέτει συνεχώς, ενώ πολλά από τα έργα του κατορθώνει με διάφορους
τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη
και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του
επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών.
Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολιβιέ και Ιβ
Μοντάν, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, το 1970, υπό
τις πιέσεις αυτές και με τη μεσολάβηση του Γάλλου πολιτικού και συγγραφέα Ζαν
Ζακ Σρεβάν Σρεμπέρ, η δικτατορία τον αφήνει να φύγει στο Παρίσι.
Το ίδιο έτος γίνεται πρόεδρος του ΠΑΜ και
μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕεσ. Από την απελευθέρωσή του και μέχρι την
πτώση της δικτατορίας τον Αύγουστο του 1974, δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο
προπαγανδίζοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού και ζητώντας την πτώση της
δικτατορίας. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα τα τραγούδια του ακούγονται παράνομα και
γίνεται σύμβολο αντίστασης.
Το 1972 ιδρύει την πολιτική κίνηση «Νέα
Ελληνική Αριστερά» και γίνεται συνιδρυτής του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Το
1974 ήταν υποψήφιος βουλευτής Β΄ Πειραιά με την «Ενωμένη Αριστερά». Το 1975
επανεξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ, ενώ το 1978 συμμετείχε
στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων υποστηριζόμενος από το
ΚΚΕ. Έναν χρόνο αργότερα έγινε ιδρυτικό μέλος της Κίνησης για την Ενότητα της
Αριστεράς (ΚΕΑ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου