Του
Αντώνη Βασιλόπουλου
Εισαγωγή
–Λαογραφία
Με τον όρο λαογραφία εννοούμε την
καταγραφή και ερμηνεία της γνώσης που έχει ο λαός. Μια γνώση πάνω σε ήθη,
έθιμα, παραδόσεις, λογοτεχνία και κ.λπ, που περνούν, μέσω του προφορικού λόγου,
από γενιά σε γενιά συνθέτοντας ή διαφοροποιώντας μία ή περισσότερες κοινότητες,
τόπους και περιοχές, που σχηματίζονται ή μετασχηματίζονται κοινωνικά μέσα από
τη σφαίρα του πολιτισμού.
Η επιστημονική θεώρηση της λαογραφίας
διαφοροποιείται μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και αντιμετωπίζεται διαφορετικά
από τους Αγγλοσάξονες, που δίνουν την ονομασία folklore, το οποίο εξετάζει τις
παραδοσιακές εκδηλώσεις του λαϊκού βίου. Αλλά και από τους Γερμανούς που χρησιμοποιούν
τον όρο volkskunde, «που σημαίνει εκείνο που μαθαίνουμε εμείς για το λαό,
δηλαδή τη γνώση για το λαό».
Η Γερμανική αντίληψη της λαογραφίας ως
επιστήμης είναι ότι τοποθετεί στο κέντρο του λαϊκού ενδιαφέροντος, όχι τις
λαϊκές εκδηλώσεις, αλλά το λαϊκό βίο συνολικά «αναζητώντας μέσα από τις
εκδηλώσεις του πολιτισμικού του βίου τον εντοπισμό των ιδιαίτερων, των
ειδοποιών χαρακτηριστικών του».
Στο πρώτο μέρος θα αναλύσουμε και θα
απαντήσουμε στην συλλογιστική του M.
Herzfeld για το εάν η «ανάπτυξη της λαογραφίας στην Ελλάδα μπορεί να
κατανοηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας ιδεολογίας προσανατολισμένης προς το
εξωτερικό, διαρκώς ευαίσθητης στα σχόλια και στην κριτική των ξένων».
Ιδιαίτερα θα εντοπίσουμε το πώς η μελέτη της
λαϊκής παράδοσης από τους λογίους του 19ου αιώνα απαντούσε τόσο στις εσωτερικές
ανάγκες του εθνικού κράτους, όσο και στην εικόνα της Ελλάδας «ως αρχέτυπο όλης
της Ευρώπης».
Στο δεύτερο μέρος θα αναπτύξουμε τη
συλλογιστική του Ε. Αυδίκου για την
«εισαγωγή της ετερότητας στη λαογραφική οπτική που καθιστά ατελέσφορη
οποιαδήποτε συζήτηση για εθνοκεντρισμό, καθώς και ότι η λαογραφία έχει διακόψει
προ πολλού τους δεσμούς της με τον άγονο εξελικτισμό». Θα αναφερθούμε στις
αλλαγές των λαογραφικών σπουδών ως αποτέλεσμα των ευρύτερων κοινωνικο-οικονομικών
αλλαγών και της αναστοχαστικής στροφής των κοινωνικών επιστημών, καθώς και στις
πολιτικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές συνθήκες που καλύπτουν οι αναζητήσεις
των λαογράφων από τον 19ο αιώνα, έως τα μέσα του 20ου αι, ενώ θα
χαρτογραφήσουμε τις νέες προσεγγίσεις τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και
κυρίως μετά το 1970.
Ιστορικά - ιδεολογικά γεγονότα που επηρέασαν την αντίληψη για τη λαογραφία
Παραπάνω είδαμε σύντομα τις δυο
«σχολές» που ξεκίνησαν να αναπτύσσονται από τον 19ο αιώνα (Αγγλοσαξονική-Γερμανική)
στην επιστήμη της λαογραφίας και τις ερμηνείες που αντιπροσωπεύουν. Στο
συγκεκριμένο κεφάλαιο θα δούμε κάτω από ποιες ιστορικές επιδράσεις και
κοινωνικές συνθήκες αναπτύχθηκαν οι συγκεκριμένες σχολές και ποια στοιχεία
επικράτησαν για τις διαφορετικές αντιλήψεις και ερμηνείες. Χαρακτηριστικό είναι
το γεγονός ότι η λαογραφία θεωρούσε για πάρα πολλά χρόνια την έννοια του
πολιτισμού ως ένα στατικό και ακίνητο σώμα στοιχείων, «τα οποία ανάγονταν σε
προγενέστερες μορφές της κοινωνικής εξέλιξης», με αποτέλεσμα η έννοια του λαού
να ταυτίζεται με το έθνος στην παραδοσιακή του μορφή.
Η εκτίμηση αυτή αγνόησε παραδόσεις που
αναπτύσσονται στο πλαίσιο του ίδιου πολιτισμού σε διαφορετικά όμως επίπεδα,
όπως π.χ. στο αστικό περιβάλλον ή στον αγροτικό χώρο, τα οποία είτε στη μία,
είτε στην άλλη περίπτωση παράγουν τα δικά τους πολιτιστικά πρότυπα και
αποτελέσματα.
Διαφωτισμός-Ρομαντισμός
Καθοριστικοί ιστορικοί παράγοντες που
επέδρασαν πάνω στους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς ήταν η Γαλλική επανάσταση ως
εξέλιξη του Διαφωτισμού, αλλά και το
ρεύμα του Ρομαντισμού κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους. Μια από τις
βασικότερες διαφορές ανάμεσα στα δυο ιδεολογικο- πολιτικά ρεύματα είναι ό,τι
στο Διαφωτισμό δεν υπάρχει η έννοια του έθνους, και ρυθμιστικός παράγοντας της
ζωής των ανθρώπων θεωρείται η λογική. «Οι εθνικές ιδιομορφίες χάνουν τη σημασία
τους. Σημασία έχει μόνο το γεγονός ότι η ιστορία στο σύνολό της αντιπροσωπεύει
μια συνεχή πρόοδο, μια συνεχή άνοδο του ανθρώπινου πνεύματος από το σκοτάδι
προς το φως, από τη σύγχυση του νου προς το διαφωτισμό του».
Σε αντίθεση, η έννοια του Ρομαντισμού
είναι απόλυτα συνυφασμένη με την έννοια του έθνους, καθώς «τονίζει το ιδιαίτερο
σε αντίθεση με το γενικό, το συναίσθημα σε αντίθεση με τη λογική, τις διαφορές
σε αντίθεση με την ομοιομορφία, το συγκεκριμένο σε αντίθεση με το αφηρημένο, το
παρελθόν σε αντίθεση με το μέλλον. Για αυτό και στρέφει το φακό της ιστορίας
προς το κάθε έθνος χωριστά αναζητώντας τις ρίζες του, και ερευνώντας την
ιδιομορφία του με βάση τη διάκριση «εμείς και οι άλλοι».
Αν και η διανόηση που ανήκε στο ρεύμα
του Ρομαντισμού τάχθηκε υπέρ των αξιών που προέβαλε ο Διαφωτισμός και στήριξε
τη Γαλλική επανάσταση, εντούτοις η κατάρρευσή της μέσα σε λίγα χρόνια, ώθησε
τους Ρομαντικούς από το 1808 να περάσουν στο αντίθετο ρεύμα, υποστηρίζοντας,
μεταξύ άλλων, ότι οι πολιτικές ελευθερίες οδηγούν στην αναρχία και ότι, αφού
στη φύση δεν υπάρχει ισότητα, γιατί να υπάρχει στους ανθρώπους. Έτσι,
υποστήριξαν το φεουδαρχικό σύστημα θεωρώντας ότι εξασφαλίζει σταθερότητα, και
υπόταξαν «την εξέλιξη του ατόμου σε μια υψηλότερη ενότητα, το κράτος, ως βάση
του οποίου θεωρούν τη θρησκεία», αλλά και την κοινή γλώσσα.
Κατά συνέπεια, το κράτος για τους
Ρομαντικούς έχει κοινή γλώσσα, θρησκεία, και διέπεται από ενιαίους κανόνες και
σύστημα δικαίου, σαν ένας Οργανισμός. ΄Ολα αυτά δημιουργούν το έθνος, το οποίο
δεν ανάγεται στην ιστορική και κοινωνική εξέλιξη, αλλά θεωρείται «βιολογικό
φαινόμενο με υπερβατική καταγωγή». Υπέρμαχος αυτής της αντίληψης ήταν ο Fichte, ο οποίος θεωρείται και
θεμελιωτής του Γερμανικού εθνικισμού,
αφού ως κυρίαρχη ιδέα στους λόγους του στην Ακαδημία του Βερολίνου το 1807 –και
ενώ απέξω περνούσε ο στρατός του Ναπολέοντα-
προβάλλει την καθαρότητα την οποία πρέπει να κρατήσουν οι Γερμανοί αποφεύγοντας
κάθε επαφή με τους ξένους που μπορεί να τους μολύνει, γιατί «ο γερμανικός λαός
είναι ο απόλυτος λαός, ο κατεξοχήν λαός. Οι άλλοι είναι μη λαοί, ανήκουν στο
βασίλειο του ψεύδους, της ανυπαρξίας κ.λπ.
Του Fichte προηγήθηκε ο Johann Gottfried Herder, ο οποίος ταυτίζει το
λαό με το έθνος και την έννοια της δημώδους ποίησης με την εθνική,
πετυχαίνοντας έτσι να «να θεμελιώσει με αναγωγή στον Μεσαίωνα, την οντότητα
αυτού του λαού-έθνους στην ιστορία των ευρωπαϊκών λαών». ΄Ομως, η συγκεκριμένη
θεωρία άνοιξε, σε πολιτικό επίπεδο, «τον ασκό του Αιόλου» για εδαφικές
διεκδικήσεις σε διάφορα κράτη, όπως στη Γερμανία, στα Βαλκάνια, μεταξύ των
οποίων συγκαταλέγεται και η Ελλάδα και αλλού.
Η Εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη & ο ρόλος των λογίων
Η υπόδουλη στους Οθωμανούς Ελλάδα, με
καθυστέρηση αρκετών ετών σε σχέση με την Γαλλική επανάσταση, διαπνεόταν από τις
ιδέες του Διαφωτισμού και σιγόβραζε το «καζάνι» του ξεσηκωμού ενάντια στον
κατακτητή που οδήγησε τελικά στην απελευθέρωση εδαφών με την επανάσταση του
1821.
Σε αυτήν καθοριστικός ήταν ο ρόλος των
Φαναριωτών, οι οποίοι διατηρούσαν
στενούς δεσμούς με τη Γαλλία, καθώς και άλλων Ελλήνων λογίων που
μεταλαμπάδευσαν μετά την πτώση του Βυζαντίου, στην Ευρώπη την γνώση των αρχαίων
Ελλήνων, φροντίζοντας έτσι να αναδείξουν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Ως
αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, οι Ευρωπαίοι είχαν σχηματίσει μια εικόνα θετική
για την Ελλάδα και τους Έλληνες, η οποία ενίσχυσε τον αγώνα για την
απελευθέρωση.
Ως προς αυτό, ο Herzfeld υποστηρίζει ότι η κοινή γνώμη στην Ευρώπη ήταν εκείνη που
εξανάγκασε τα όχι και τόσο πρόθυμα κράτη να υποστηρίξουν τον ελληνικό αγώνα.
Κατά τον Herzfeld, η Ελλάδα που ήθελαν να αποκαταστήσουν οι διανοούμενοι της
Ευρώπης, ήταν πολύ διαφορετική από τον πολιτισμό που συνάντησαν εκεί «παρά τις
προσπάθειες των δυτικοθρεμμένων Ελλήνων διανοούμενων να γεφυρώσουν το χάσμα».
Σε αυτό αφενός συνέτεινε το πρώτο
Σύνταγμα, το οποίο διαπνέονταν από τις αρχές του Διαφωτισμού και το πνεύμα
Δημοκρατίας της αρχαίας Αθήνας, αλλά ήταν αδύνατο να κατανοηθεί από την
πλειοψηφία των πολιτών, επειδή ήταν γραμμένο στην αρχαϊζουσα και η πλειοψηφία
ήταν αγράμματοι αγρότες.
Αντίθετα με ό,τι συνέβη στη Γερμανία,
όσον αφορά τη συγκρότηση εθνικής και ιστορικής συνείδησης στις αρχές του 19ου
αι. με το κίνημα του Ρομαντισμού, στην Ελλάδα το αντίστοιχο σημείο αναφοράς για
τη δημιουργία εθνικής συνείδησης με τη σύνδεση της νεότερης Ελλάδας με τους
αρχαίους έλληνες, ανάγεται στο 1204. Αλλά, όπως υποστηρίζει ο Απόστολος Βακαλόπουλος, «δεν μπόρεσε να
σπάσει το φράγμα των λογίων και να επεκταθεί στο λαό», γεγονός το οποίο
αποδίδεται στην έλλειψη εκπαίδευσης, η οποία είχε περάσει στα χέρια της
εκκλησίας στις Οθωμανοκρατούμενες περιοχές.
Μια άλλη ειδοποιός διαφορά στο
ιστορικό πλαίσιο του ελληνικού Ρομαντισμού, σε αντίθεση με τον Γερμανικό όπου
πρέσβευε το δόγμα «εμείς και οι άλλοι» για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης, οι
Έλληνες λόγιοι χρησιμοποίησαν το δόγμα «εμείς και οι αρχαίοι Έλληνες», στη βάση
του οποίου αναπτύσσεται η έννοια του έθνους.
Όπως επισημαίνει ο Κ.Θ. Δημαράς που ερευνά την σύνδεση
αρχαίου –σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, κομβικό σημείο της ιστορικής
συνείδησης, αποτελεί η μεσαία τάξη, που δημιουργείται και ασχολείται με το
εμπόριο, ταξιδεύει και νιώθει υπερήφανη για τους προγόνους. Κάπως έτσι δημιουργείται
η εθνική συνείδηση, η οποία με τη σειρά της απαντάται με τη λέξη «Γένος» (π.χ.
διδάσκαλος του Γένους κ.ά).
Ο ρόλος της λαογραφίας στην ανάδειξη της ελληνικότητας
Στις όποιες αιτιάσεις προκλήθηκαν
αναφορικά με το εάν οι σύγχρονοι Έλληνες αποτελούν συνέχεια του αρχαίου
πολιτισμού και είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, έρχεται να απαντήσει η
επιστήμη της λαογραφίας, ιδιαίτερα στην αμφισβήτηση που δέχθηκε η συνέχεια της
ελληνικότητας από τον Γερμανό ιστορικό Φαλλμεράιερ,
που υποστήριζε ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος έπαψε να υπάρχει από τα μέσα της
πρώτης χιλιετηρίδας μετά Χριστόν, εξαιτίας της καθόδου Αλβανών και Σλάβων στις
περιοχές της κλασικής αρχαιότητας.
Κομβικό σημείο για την απόδειξη της
συνέχειας του ελλαδικού κράτους αποτέλεσε η σύνδεσή του με την ελληνικότητα του
Βυζαντίου, που λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην αρχαιότητα και στη
μεταβυζαντινή περίοδο, όπως απέδειξαν με το έργο τους οι ιστορικοί Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στα μέσα
του 19ου αιώνα.
Τη θεμελίωση ωστόσο της απόδειξης ως
προς την άρρηκτη συνέχεια του αρχαιοελληνικού κράτους με το νεοελληνικό, την
ανέλαβε η λαογραφία με τη θεωρία ότι ο αγροτικός χώρος, ο οποίος παρέμενε
αδιάβρωτος και αλώβητος από τις εξελίξεις στα αστικά κέντρα, αποτελούσε τη
συνέχεια αρχαίου και νέου πολιτισμού. Θεμελιωτής της επιστημονικής λαογραφίας
στη χώρα μας είναι ο Νικόλαος Πολίτης,
ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα ανέλαβε να συλλέξει τις παραδόσεις του
νεοελληνικού βίου (δημοτικά, τραγούδια, θρύλους, παραμύθια) τα οποία συνδέονται
με την αρχαιότητα και, όπως παρατηρεί ο Herzfeld,
«η πλούσια συλλογή από θραύσματα προφορικής λογοτεχνίας που είχαν διατηρηθεί (ή
τουλάχιστον αναφερθεί) σε αρχαία και μεσαιωνικά κείμενα», στηρίζει και
επιβεβαιώνει τη θεωρία της πολιτισμικής συνέχειας.
Στο στάδιο αυτό οι μελετητές, κυρίως
ιστορικοί, ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι, επιχειρώντας να συνθέσουν τη φύση
του εθνικού κράτους μέσω των μύθων που είχαν αναπτυχθεί προέβαλαν δύο απόψεις:
α) της εθνοαφύπνισης και β) της εθνογένεσης.
Η πρώτη προέβαλε το επιχείρημα ότι το
έθνος προέρχεται από ένα πολύ μακρινό παρελθόν που άκμασε και παρήκμασε, ενώ η
δεύτερη κατά το παραμύθι της «ωραίας κοιμωμένης», είχε περιέλθει σε κωματώδη
κατάσταση ως υπόδουλη σε άλλη αυτοκρατορία και όταν οι ιστορικές συνθήκες το
επέτρεψαν εγέρθηκε, προκαλώντας την εθνική αφύπνιση. Όπως παρατηρεί ο Ευάγγελος Αυδίκος, ο όρος της
εθνοαφύπνισης ταυτίζονται με την έννοια του εθνικού κράτους, και «μια αντίληψη
που είναι βαθιά ριζωμένη στα μυθολογικά μοτίβα για την κυκλικότητα του κόσμου
που χαρακτήριζε την προβιομηχανική κοινωνία, θραύσματα της οποίας έφτασαν μέχρι
τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο», όπου κυριάρχισε ο εθνικός λόγος (βλέπε παραπάνω Fihte)
και κατ’ ουσίαν ο εθνικιστικός.
Αντίθετα, η εθνογένεση υποστηρίζει την
κατασκευή του έθνους με κομβικό σημείο την αυτοσυνείδηση, η οποία δεν εδράζεται
στον εθνικισμό αλλά στην πολιτισμική σχέση του παρόντος με το παρελθόν.
Η λαογραφία σε νέα μονοπάτια έρευνας, η ετερότητα και ο εξελικτισμός
Αναγκαστικά, η λαογραφία «άνοιξε τους
ορίζοντές της» μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο σε νέες αναζητήσεις, οι οποίες στο
μεγάλο μέρος τους είναι αφενός προϊόν της εξέλιξης τόσο των κοινωνιών, της
οικονομίας, της επιστήμης, αφετέρου της υπέρβασής της ως επιστήμης, πέρα από
τον εθνικιστικό εθνοκεντρισμό, που οδήγησε σε εδαφικές διεκδικήσεις και στον
πόλεμο.
Έτσι, όσο διευρύνεται το επιστημονικό
πεδίο, αντίστοιχα μεγαλώνει και η οπτική της αναζήτησης λαογραφικών θεμάτων,
στην οποία προστίθενται νέες μέθοδοι και θεματικές, με αποτέλεσμα να
δυσκολεύεται η όποια αντίληψη για συνέχιση του εθνοκεντρισμού, η οποία πλέον
λαμβάνει διαστάσεις «ελληνοκεντρισμού», αντιμετωπίζοντας τον πολιτισμό ως
ενιαίο και αδιαφοροποίητο σύνολο, τόσο στα σύνορα του κράτους, όσο και έξω απ
αυτό.
«Η νεότερη γενιά εισάγει θέματα
ετερότητας στο ερευνητικό της πεδίο, όπως είναι οι Αλβανοί μετανάστες, οι
«Ρωσοπόντιοι παλιννοστούντες από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, οι Τσιγγάνοι, οι
μουσουλμάνοι». Τις μετακινήσεις-μεταναστεύσεις αυτές χαρακτηρίζει ως
«ετερότητα» ο Ε. Αυδίκος,
συμπεραίνοντας σωστά ότι δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για εθνοκεντρικό τρόπο
έρευνας, καθώς η «λαογραφία έχει διακόψει προ πολλού τους δεσμούς της με τον
άγονο εξελικτισμό».
Απάντηση στα νέα δεδομένα δίνει η
νεοτερική λαογραφία, όρος που εισήγαγε ο Αλεξιάδης,
ο οποίος χωρίζει την ιστορία της λαογραφίας σε δυο περιόδους, μέχρι το
Β΄Παγκόσμιο πόλεμο και στη μεταπολεμική περίοδο, κατά τις οποίες συνδέει την
πρώτη με την ύπαιθρο και τον αγροτικό πληθυσμό και τη δεύτερη με τα αστικά
κέντρα.
Συμπεράσματα
Η ανάπτυξη της λαογραφίας στην Ελλάδα
συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη της εθνικής αφύπνισης, «σπουδαίος πολιτισμός,
λαμπρό και ένδοξο παρελθόν», αφενός για να τονώσει στο εσωτερικό το αίσθημα του
λαού απέναντι στον κατακτητή και να τον εγείρει να επαναστατήσει, αφετέρου να
απαντήσει προς το εξωτερικό, από το οποίο ζητά βοήθεια, ότι η Ελλάδα δεν έχει
καμία σχέση με την Ανατολή, αλλά είναι η χώρα που «εσείς θαυμάζετε για τον
πολιτισμό της».
Ως αποτέλεσμα της έγερσης, στάθηκε η
Γαλλική Επανάσταση και το ρεύμα του Διαφωτισμού, που ήταν εμπλουτισμένο από
αρχές και αξίες που συναντώνται στην αρχαία Ελλάδα (δημοκρατία, ελεύθερη
θρησκεία κ.ά), τα οποία και ενσωματώνονται στο πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου
μετά την απελευθέρωση, το οποίο είναι γραμμένο στην αρχαϊζουσα, μια γλώσσα που
ουδείς -πλην των λογίων- καταλάβαινε, σε μια προσπάθεια ανάδειξης της συνέχειας
της αρχαίας Ελλάδας με τη νεότερη.
Η Ευρώπη αντιμετώπισε με δισταγμό,
ειρωνεία και ενδεχομένως σαρκασμό το νεόσυστατο ελληνικό κράτος και ήταν
ξεκάθαρη η κριτική που δέχθηκε πως το νεότερο κράτος δεν έχει καμία σχέση με
τον αρχαίο πολιτισμό. Σε αυτό έρχεται να απαντήσει η λαογραφία, η οποία
κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο που όριζε ο ρομαντισμός μέσω της εθνοαφύπνισης,
δηλαδή ότι ο πολιτισμός διακόπηκε για ένα μεγάλο μέρος, επειδή υποδουλώθηκε σε
κάποια άλλη αυτοκρατορία.
Κομβικό σημείο στη σύνδεση
αρχαίου-νεότερου πολιτισμού έπαιξε η ελληνικότητα του Βυζαντίου και η
μεταλαμπάδευση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στην Ευρώπη από τους μετανάστες
λόγιους μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, την ελληνικότητα
ενίσχυσαν οι μύθοι, οι παραδόσεις και οι θρύλοι που διατηρούνταν στην επαρχία
και ανάγονται στην αρχαιότητα καθώς και γράμματα λογίων που βρέθηκαν από την
έρευνα και πιστοποιούν τη συνέχεια του πολιτισμού.
Η λαογραφία άρχισε να εξελίσσεται από
το 1808 στη χώρα μας μέσα σε ένα εθνοκεντρικό πεδίο μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο
πόλεμο. Αμέσως μετά, τα νέα δεδομένα που δημιουργήθηκαν, οι νέες επιστήμες, οι
τέχνες και οι νέες αντιλήψεις για την οικονομία (Ευρωπαϊκή Ένωση-
παγκοσμιοποίηση), άλλαξαν τα δεδομένα της έρευνας, τα οποία έγιναν πολυποίκιλα
και ξέφυγαν από τον ονομαζόμενο εθνικό χαρακτήρα.
Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό έπαιξαν η
αστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού και η μετανάστευση λαών από τα
βαλκάνια και τα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά και η ανάγκη ενός ευρύτερου πεδίου
έρευνας που ξεφεύγει των εθνικών συνόρων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
Michael Herzfeld, «Πάλι δικά μας», Λαογραφία,
ιδεολογία και η διαμόρφωση της σύγχρονης
Ελλάδας, Μετάφραση Μαρίνος Σαρηγιάννης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια Ευάγγελος
·
Γρ. Αυδίκος, «Εισαγωγή στις σπουδές του λαϊκού
πολιτισμού», Λαογραφίες, λαϊκοί πολιτισμοί, ταυτότητες, Εκδόσεις Κριτική
Επιστημονική Βιβλιοθήκη,
·
Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι
νεότεροι χρόνοι, Ανθολόγιο δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό βίο στην Ελλάδα
(19ος- 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008,
·
Βάλτερ Πούχνερ «ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ», Εννοιες- Μέθοδοι-Θεματικές,
εκδόσεις Αρμός 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου