Του Αντώνη Βασιλόπουλου
Εισαγωγή
Η
λέξη «συντεχνία» είναι σύνθετη και προέρχεται από το «συν» και «τέχνες»,
υποδηλώνοντας την ένωση τεχνιτών με κοινά χαρακτηριστικά σε μια ομάδα. Στις
μέρες μας η ίδια λέξη εμφανίζεται τόσο από μερίδα του πολιτικού συστήματος, όσο
και από ντόπιους και διεθνείς οικονομικούς παράγοντες, ως λέξη παρεξηγημένη,
στην οποία «φορτώνουν» μέρος της οικονομικής ύφεσης και της χρεωκοπίας στην
οποία βρίσκεται η χώρα τα τελευταία χρόνια. Υπαινισσόμενοι φυσικά, το γεγονός
ότι η πολιτική εξουσία υπέκυψε σε πολλά και παράλογα αιτήματα «ισχυρών»
επαγγελματικών ομάδων.
Καθίσταται
όμως σαφές, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι η λειτουργία επαγγελματικών και εργατικών
ομάδων στην καπιταλιστική περίοδο, ουδεμία σχέση έχει με τη μορφή των
συντεχνιών της εποχής του Βυζαντίου και των μετέπειτα χρόνων στην
Τουρκοκρατούμενη και Ενετοκρατούμενη Ελλάδα, όπου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη συνοχή και την
ανάπτυξη του Ελληνισμού. Και που η συχγρονότερη εκδοχή τους «πνέει τα λοίσθια»
υπό το βάρος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Οι
συντεχνίες αποτελούν την συνένωση οιμοιοεπαγγελματικών κλάδων γνωστές με την
Τουρκική ονομασία «σινάφι» που
προέρχεται από την αραβική λέξη «εσνάφι»
και αναπτύχθηκαν στους τομείς του εμπορίου,
στον κατασκευαστικό (τεχνίτες), είτε σε ορισμένες περιπτώσεις στον
αγροτογεωργικό και λειτουργούσαν κάτω από ίδιους κανόνες, με κύριο
χαρακτηριστικό την άμυλα, στηριζόμενοι σε καταστατικές διατάξεις και φιρμάνια,
αποτελώντας έτσι, κατ επέκταση, νόμο του κράτους.
Στον
ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι συντεχνίες
αποτελούν «φυσική συνέχεια των βυζαντινών
συντεχνιών, οι οποίες άρχισαν να παίζουν ανεξάρτητο ρόλο κατά την τελευταία
φθίνουσα περίοδο»[1]
του Βυζαντίου και ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα για τρείς αιώνες (16ος-19ος),
εντός της ελληνικής επικράτειας.
Ο ρόλος τους είναι διττός, καθώς εξυπηρετούσε
την κρατική εξουσία με το να ελέγχει τις επαγγελματικές ενώσεις, αλλά συνάμα
και κοινωνικός, καθώς στόχευε στον έλεγχο της παραγωγής και των παραγωγών, έτσι
ώστε «να επιτυγχάνεται σταθερή τιμή και
ποιότητα προϊόντος, να αποτρέπεται η κερδοσκοπία και ο ανταγωνισμός, να
εξασφαλίζεται η κάλυψη των αναγκών της τοπικής, κατά κανόνα αγοράς και να
διασφαλίζεται το ήθος εργασίας και ζωής των μελών της»[2].
Ο
ρόλος του κράτους παραμένει σε θεσμικό επίπεδο, καθώς περιορίζεται στην
ενθάρρυνση και τη δημιουργία συντεχνιών με αντίστοιχα φιρμάνια, ενώ για την
λειτουργία τους, ο μόνος καθοριστικός παράγοντας αποτελεί η εσωτερική
διαβάθμιση των μελών της κάθε συντεχνίας. Η λειτουργία ορίζεται με κανόνες που πηγάζουν από εσωτερικό
κανονισμό που υπαγορεύει τόσο τις υποχρεώσεις των μελών, όσο και τα καθήκοντα,
τα οποία δεν περιέχουν σταθερά μοντέλα, αλλά προβλέπουν την ανάλογη
κινητικότητα στο βαθμό που δεν απειλείται η συνοχή της συντεχνίας (περίοδος
μαθητείας, προαγωγές, αμοιβές κλπ), ώστε να διαφυλαχθεί η απρόσκοπτη
λειτουργίας τους.
Ως προς το κρατικό σκέλος της λειτουργίας
τους, κομβικό σημείο αποτέλεσε το φιρμάνι του Μουσταφά του Γ’ το 1773 με το οποίο καθορίζεται σε ολόκληρη την
Οθωμανική επικράτεια, το πλαίσιο δράσης και τα καθήκοντά των συντεχνιών,
τόσογια τους μουσουλμανικούς κλάδους, όσο και για τους Χριστιανικούς, στους
οποίους όμως πρωταρχικό ρόλο έχουν οι
τοπικοί φορείς και η εκκλησία. Ωστόσο στο ίδιο φιρμάνι ορίζονταν ότι οι
διατάξεις στα καταστατικά των συντεχνιών «ήταν προνομιακές, σεβαστές,
απαράβατες και υπολογίζονταν σαν νόμος»[3].
- Κατάστιχα της συντεχνίας των αμπατζήδων Φιλιππούπολης & παπουτσίδων Ιωαννίνων
Επί
το πλείστον οι συντεχνίες ήταν ανδροκρατούμενες, με εξαίρεση τη γυναικεία
συντεχνία των σαπουνοποιών των Τρικάλων (1738), στην οποία «σύμφωνα με την παλαιόθεν συνήθεια»
απαγορεύεται να διεισδύουν άντρες στο επάγγελμα»[4].
Επίσης, ελάχιστα είναι και τα στοιχεία για την παιδική εργασία, δηλαδή το
«πάτωμα» του ενεργού πληθυσμού και τα όποια συμπεράσματα, προκύπτουν από
πληροφορίες από έμμεσες πηγές, κυρίως σε ο,τι αφορά την παράδοση παιδιών για
μαθητεία σε τεχνικά – οικοδομικά επαγγέλματα.
Προκειμένου
να κατανοήσουμε την εσωτερική λειτουργία των συντεχνιών, αλλά και τον ρόλο τους
στις τοπικές επαρχιακές και αστικές κοινωνίες, αλλά και μέρος των όσων
αναφέρθηκαν παραπάνω, θα εξετάσουμε με λεπτομερή τρόπο τα καταστατικά λειτουργίας
της συντεχνίας των αμπατζήδων της Φιλιππούπολης το 1805 και των παπουτσίδων των
Ιωαννίνων του 1842.
- Λειτουργία των παπουτσίδων Ιωαννίνων & ο ρόλος της εκκλησίας
Το καταστατικό των παπουτσίδων ξεκινά με
την παραίνεση ότι οι όροι που θέτει θα γίνονται σεβαστοί από όλα τα μέλη όπως
και τα αντίστοιχα παλιά που «εκράτουν οι
παλαιοί Γέροντες του ισναφίου μας στερεά και ασάλευτα»[5],
δείχνοντας έτσι τον αντίστοιχο σεβασμό στους παλαιότερους μαστόρους. Οι όροι
έχουν τη μορφή κεφαλαίων και τα πρώτα δυο ορίζουν τον τρόπο που γίνεται κάποιος
μάστορας. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να το πράξει όποτε θέλει παρά μόνο το
μήνα Μάιο, όπου γίνεται σχετική σύναξη και αφού πληρώσει 250 γρόσια, αλλά και
αν κάποιος μάστορας πάρει κάλφα από άλλο, χωρίς να έχει λήξει η θητεία του
βοηθού, θα πρέπει να πληρώσει πρόστιμο, τόσο στο σινάφι όσο και στην εκκλησία.
Επιπλέον απαγορεύεται αυστηρά το βρίσιμο
μεταξύ των μαστόρων, όπως και η κρυφή απασχόληση τεχνίτη από άλλο μάστορα,
γεγονός που δείχνει ότι υπήρχε φραγμός στην υπονόμευση κάποιας βιοτεχνίας και
στο αντίστοιχο όφελος κάποιας άλλης. Έτσι, καθίσταντο ανέφικτος ο εσωτερικός
ανταγωνισμός, αλλά και ο εξωτερικός εφόσον απαγορεύονταν η αναζήτηση στην
προμήθεια πρώτης ύλης. Επίσης απαγορεύεται η εργασία Σάββατο βράδυ, τις γιορτές
και τις αργίες, με τους παραβάτες να πληρώνουν ανάλογα πρόστιμα στην εκκλησία.
Από τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο πως
υπάρχει ιεράρχηση στο επάγγελμα, «όπου τη
βάση καταλαμβάνει ο μαθητευόμενος, τη μέση ο κάλφας και την κορυφή ο μάστορας»[6].
Επίσης, ο ανταγωνισμός, είτε στην προμήθεια υλικών, είτε στην παραγωγή
προϊόντων με την «κρυφή» απασχόληση τεχνιτών (καλφάδων), τιμωρείται αυστηρά,
ενώ εμφανής είναι και ο ρόλος της
εκκλησίας, όπου «της
αναγνωρίζονταν ευρύτερες αρμοδιότητες με τις οποίες ασκούσε τον ηγετικό της
ρόλο»[7],
τόσο ως προς την κατήχηση όσο και ως προς τον σεβασμό των χριστιανικών κανόνων
ηθικής.
- Οι αμπατζήδες της Φιλιππούπολης
Αντίστοιχο με το παραπάνω καταστατικό των
παπουτσίδων, είναι και αυτό των αμπατζήδων της Φιλιππούπολης που συντάχθηκε το
1805. Πέρα από τους κανόνες λειτουργίας σε ότι αφορά τα μέλη του (μαστόρους),
τους τεχνίτες και τους μαθητευόμενους εμπεριέχει άρθρο, που δείχνει πως η
«μαστοριά» ήταν κληρονομική υπόθεση, καθώς έμπαινε ως πρόσχωμα το οικονομικό
στοιχείο όπου για να γίνει κάποιος ξένος αμπατζής έπρεπε να πληρώσει το
διπλάσιο ποσό (100 γρόσια), απ ότι αν ήταν κάποιος γιος μάστορα. Ο Σ. Αδραχτάς μιλά για «προστατευτική
λειτουργία της συντεχνίας και συνίσταται στην υιοθέτηση ενός καθεστώτος
προτίμησης το οποίο αφορά μόνο τις οικονομικές υποχρεώσεις που συνοδεύουν τη
μετάβαση από μια επαγγελματική βαθμίδα σε άλλη. Αυτό το καθεστώς δεν αλλοιώνει
την κίνηση των προαγωγών εισάγοντας άλλα στοιχεία διάκρισης»[8].
Σε ότι αφορά επίσης τη λειτουργία των
εργαστηρίων και δη την αναζήτηση πρώτων υλών υπάρχει απαγόρευση έρευνας και
αγοράς για τους μαστόρους στην επαρχία, γεγονός που αν καταστρατηγούταν, υπήρχε
ο κίνδυνος να πρέπει να παράσχει εμπόρευμα και σε άλλο μάστορα αν του το
ζητήσει. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο έλεγχος των τιμών από την ίδια τη
συντεχνία τόσο επί των πρώτων υλών, αλλά και στη συνέχεια στην τελική τιμή
πώλησης των προϊόντων.
- Γενικές διαπιστώσεις
Με
βάση όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το κράτος ήταν αυτό που ενθάρρυνε τη
δημιουργία και λειτουργία των συντεχνιών, καθώς έτσι ήλεγχε την αγορά, διαμόρφωνε τις τιμές πώλησης των προϊόντων
πάνω σ΄ ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, ενώ απέτρεπε τον ανταγωνισμό που
ενδεχομένως θα επέφερε χαμηλή ποιότητα στα κατασκευαζόμενα αγαθά.
Το κάθε παραγωγικό συντεχνιακό μοντέλο
καθόριζε τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας του, ενώ κάθε βιοτεχνία
καθόριζε με ατομική σύμβαση τους όρους εργασίας και τα όρια των μισθών, αλλά
και τις τιμές των προϊόντων. Μια σημαντική παράμετρος είναι επίσης η επιθυμία
να παραμείνει «κλειστός» ο χαρακτήρας των συντεχνιών, και οι όροι και οι
προϋποθέσεις που έθεταν καταστατικά και φιρμάνια στόχευαν ακριβώς σε αυτό.
Δηλαδή στην αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού και στην δημιουργία μαστόρων
κεφαλαιούχων. Ως αποτέλεσμα αυτής της τελευταίας πρακτικής ήταν η δίκαιη και
ίση (;) μοιρασιά του καταναλωτικού κοινού στο οποίο απευθύνονταν και η εύρυθμη
λειτουργία της ζωής όλων των μαστόρων.
Ωστόσο,
αυτή η κλειστού τύπου συντεχνιακή πρακτική απέτρεπε τους όποιους νεωτερισμούς
και οδήγησε το 19ο αιώνα σε παρακμή το συγκεκριμένο μοντέλο, το
οποίο συνεπώς δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που προκάλεσε η
βιομηχανική επανάσταση.
Βιβλιογραφία
- Α. Ι. Γουήλ, Μπαδιεριτάκη, Ε. Ολυμπίτου, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι νεότεροι χρόνοι, Τόμος Β΄ Παραδοσιακή τέχνη και τεχνολογία, ΕΑΠ, Πάτρα 2002
- Γιώργος Παπαγεωργίου, «Η μαθητεία στα επαγγέλματα (16ος -20ος αι.)», Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς 3, Αθηνα 1986
- Επιμέλεια έκδοσης Δρ. Κωνσταντίνος Γκότσης, Δρ. Ελένη-Σπαθάρη Μπεγλίτη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι νεότεροι χρόνοι, «Ανθολόγιο δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό βίο στην Ελλάδα (19ος-20ος αιώνας)», ΕΑΠ, Πάτρα 2008
- Ευαγγέλη Αρ. Ντάτση, «Τα ισνάφια μας τα βασιλεμένα-Τα Γιάννινα των μαστόρων και των καλφάδων», Μουσείο Μπενάκη, εκδόσεις Γαβριηλίδης
[1] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Συντεχνίες: «Μια
μορφή κοινωνικής οργάνωσης των παραδοσιακών τεχνιτών-επαγγελματική συνοχή και
κοινωνική αλληλεγγύη», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι
νεότεροι χρόνοι, Τόμος Β΄Παραδοσιακή τέχνη και τεχνολογία, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ
96
[2] Μ. Ευθυμίου, «Οι συντεχνίες. Η κρατική οργάνωση τεχνών και
επαγγελμάτων», Ιστορία του νέου Ελληνισμού, Τόμος Β`, εκδ Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ 325
[3] Γιώργος Παπαγεωργίου, «Η μαθητεία στα επαγγέλματα (16ος
-
20ος αι.), Ιστορικό
Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς 3, Αθηνα 1986, σελ 129
[4] Σπ. Αδραχτάς, «Οι συντεχνίες στην Τουρκοκρατία: Οι οικονομικές
λειτουργίες», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι νεότεροι
χρόνοι, Ανθολόγιο δοκιμίων για το δημόσιο και ιδιωτικό βίο της Ελλάδας (19ος-20ος
αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ 157
[5] Ευαγγέλη Αρ. Ντάτση, «Τα ισνάφια μας τα βασιλεμένα-Τα Γιάννινα των
μαστόρων και των καλφάδων», Μουσείο Μπενάκη, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ 159
[6] Γιώργος Παπαγεωργίου, ό ανωτέρω, σελ 13
[8] Σ. Αδραχτάς, όπως παραπάνω σελ 154
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου